νάερρα

νάερρα
νάερρα
Grammatical information: f.
Meaning: δέσποινα H.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Aeolic form (cf. Wackernagel IF 43, 124 = Kl. Schr. 2, 842), prob. with Hoffmann Dial. 2, 24.l for να\<έτ\>ερρα; cf. ναίτειρα (leg. ναέτ-?) οἰκοδέσποινα H. -- Acc. to v. Blumenthal Hesychst. 43 however from *νάσ-ερι̯α (like Δάειρα, πίειρα a.o.) to ναίω (\< *νάσ-ι̯ω), νάσ-σαι `live'.
Page in Frisk: 2,

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • νάερρα — και νάειρα και να(έ)τειρα, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «δέσποινα». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. αιολ. τ., όπως μαρτυρεί η κατάλ. ερα, αντίστοιχη τής ειρα. Συνδέεται πιθ. με τη γλώσσα τού Ησυχίου ναίτειρα οικοδέσποινα, για την οποία προτείνεται η διόρθωση …   Dictionary of Greek

  • νάειρα — νάειρα, ἡ (Α) βλ. νάερρα …   Dictionary of Greek

  • να(έ)τειρα — να(έ)τειρα, ἡ (Α) βλ. νάερρα …   Dictionary of Greek

  • ναίτειρα — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «οικοδέσποινα». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. νάερρα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”